παρήιον

παρήιον
παρήϊον , πάρειμι 2
ibo
imperf ind act 3rd pl (epic ionic)
παρήιον
cheek
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρήϊον — τὸ, Α 1. παρειά, μάγουλο 2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια τού χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ήϊον (πρβλ. πρυταν ήϊον)] …   Dictionary of Greek

  • παρηίοις — παρήιον cheek neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηΐς — ΐδος και παρηϊάς, άδος και συνηρ. τ. παρῇς, ῇδος, ἡ, Α παρήϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ίς / ιάς] …   Dictionary of Greek

  • παρήια — παρήϊα , πάρειμι 2 ibo imperf ind act 1st sg (epic ionic) παρήιον cheek neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”